Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014


Θυμάμαι εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ σαν να ήταν πριν δύο λεπτά. Είχα χτυπήσει την πόρτα και μου άνοιξες λίγο αγχωμένος. Ένιωθα κάπως άβολα και 'γω , γι'αυτό είπα να δώσω μια παράσταση και να ερμηνεύσω την "άνετη" . Ένας ρόλος που ταιριάζει απόλυτα στους ανασφαλείς ανθρώπους. Δε μου άρεσες υπερβολικά αλλά το τζιν τόνικ , σε έκανε πρίγκηπα και εμένα καταπληκτική ερμηνεύτρια στα σανίδια της γοητείας και της έπαρσης. Όταν έσκυψες και με φίλησες ,ήδη ήμουν ερωτευμένη μαζί σου και μόνο πυγολαμπίδες, φωτισμένες από το στιλβωτικό χρώμα του πόθου, έπλεκαν γύρω από το κρανίο σου το στεφάνι. Έτσι θα σε έβλεπα από δω και στο εξής : τυφλωμένη.
Δοκιμάζοντας από το μέλι κατάλαβα πως με πιάνει γρήγορα πονοκέφαλος.
Όταν εθίστηκα στον πονοκέφαλο δε μπορούσα να θυμηθώ πως είναι να μην πονάω. Από εκείνο το χειμώνα πέρασα κάθε εποχή και κάθε μέρα ξεχωριστά με τα στόρια κατεβασμένα , μη μπει άλλο φως και κάνει τα πράγματα χειρότερα ή καλύτερα...

Το μωρό  που θήλασα έβγαλε φτερά και έγινε τοξότης. Πολλές φορές παλεύοντας μαζί μου, με νίκησε. Κάποιες άλλες νύχτες, ερχόταν κρυφά στον ύπνο μου σαν ίσκιος και μου άδειαζε την ψυχή. Χρησιμοποιούσε όλα μου τα όνειρα και όλες μου τις προσδοκίες για να φορτίζει τα τόξα του και να παίζει κυνηγητό με αυτούς που αγαπούσαν λίγο ή καθόλου. Ίσως να ήξερε καλύτερα από εμένα αν το σημαντικό είναι το ίδιο το συναίσθημα και όχι η έντασή του. Ίσως όμως και να μην είχε σημασία, να ήταν απλά ένα παιχνίδι σαν όλα τα άλλα.

Όταν μου άνοιξες την πόρτα και μου έκλεισες τα μάτια είχα γίνει ο Κέρβερος της προσωπικής μου κόλασης. Την προστάτευα ουρλιάζοντας κάτω από τα γεμάτα φεγγάρια.. Αυτή η κόλαση είναι μόνο δική μου και δε μου θα την πάρει κανείς! Θα την φυλάω γιατί την αγαπώ ,όσο ποτέ μου δεν αγάπησα το φως και τα χρώματά του στα σεντόνια της θάλασσας. Την αγαπώ γιατί είναι η κόλαση που εσύ μου χάρισες σε κάθε εποχή. Σε κάθε ζωή και σε κάθε θάνατο.

Στο σύντομο ταξίδι μου στον παράδεισο το μωρό που θήλασα δεν με αναγνώρισε. Ούτε εσένα. Δεν είχε παίξει μαζί σου ποτέ Ούτε μια φορά, έτσι για το παιχνίδι....Δεν έχω νέα σου πια. μα ορκίζομαι φυλάω καλά την κόλαση που μου χάρισες.

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Η ΑΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΡΑΤΑ

Στο πάτημα των ξερών φύλλων ήξερε πια πως ήταν αδύνατον να κρυφτεί -όσο σκοτεινά και αν ήταν. Στο κάτω κάτω με τόση μαυρίλα τριγύρω δεν ήξερε και πού πήγαινε-παρόλο που κάποτε δήλωνε λύκος. Είναι δύσκολο να παραδέχεσαι πως δεν ξέρεις πού πας, ειδικά όταν σε κυνηγούν οι εαυτοί σου. Βέβαια μπορείς να τους αφήσεις να σε φάνε, αφού όμως έχεις την επιλογή να ξεφύγεις , γιατί να μην το κάνεις.. Εκείνη συνέχισε να τρέχει και να προσπαθεί , πατώντας πάνω στα διαμάντια της ρουφιανιάς , ξερνώντας τα τέρατά της και κάνοντας τη διαφυγή της ξεχασμένο βαρέλι κρασιού στο αμπαρωμένο κελάρι. Στο πέρασμά της από τη σπηλιά της μάγισσας, σκόνταψε πάνω στη σκούπα και έπεσε με τα μούτρα στο φαράσι. "Καταραμένη μάγισσα νόμιζα πως έχεις τη σκούπα για να ταξιδεύεις και να πετάς στα σύννεφα και 'συ σκουπίζεις στο δάσος λες και θα σου 'ρθουν καλεσμένοι; Μήπως έφτιαξες και πίτα με αυγά σαύρας; Μη σου κακοφαίνεται! Τα κάνετε κάτι τέτοια εσείς οι ΜΑΓΙΣΣΕΣ" 
Χάνοντας πολύτιμο χρόνο τώρα πια αισθανόταν τα τέρατά της να πλησιάζουν απειλητικά. "Καταραμένη μάγισσα κάνε ένα ξόρκι να εξαφανισθούν" ! Μα εκείνη τόσο νέα και όμορφη μέσα στα χρόνια ,γυαλίζοντας τις κατσαρόλες και τις κουτάλες που ανακάτευε τον έρωτα ,σκέφτηκε μέσα της πως αυτό δεν είναι δουλειά του διαβόλου, να εξαφανίζει δηλαδή τέρατα".
Προσπαθούσε ξανά και ξανά και βρέθηκε κοντά στη λίμνη του αρχέγονου ενστίκτου και κει, το τελευταίο τέρας που έμενε μέσα της ,την εγκατέλειψε και άρχισε να την κυνηγάει. Χωρίς το φόβο, αυτό το τέρας που κατοικούσε μέσα της πριν την κυριεύσει ακόμα και η ίδια η αντίληψη, κατάλαβε πως άδικα ματώνει τα πόδια της πατώντας στα αγκάθια του φαίνεσθαι. Μουδιασμένη σταμάτησε να τρέχει και αποφάσισε να πλυθεί στη λίμνη του αρχέγονου ενστίκτου.
 Μα πόση μοναξιά...Τα τέρατά της τώρα χτένιζαν τα μαλλιά τους στην αντανάκλαση της λίμνης ενώ αυτή κολυμπούσε ...Αισθανόταν μόνη και άδεια και σκέφτηκε ν παίξει ένα τελευταίο παιχνίδι μαζί τους.  Άλλωστε αυτή δε μπορούσε να κοιταχτεί στη λίμνη γιατί δε φοβόταν τί θα αντικρύσει ,ούτε πονούσε ,ούτε αγαπούσε, ούτε θυμόταν μα ούτε ένιωθε! Τους έγνεψε συγκαταβατικά ,φόρεσε το νυφικό της και όσο τα σάλια έτρεχαν από τα πεινασμένα σαγόνια τους ,ένιωσε μια περίεργη ανακούφιση που θα την καταβρόχθιζαν.Περίεργο!
Μα πόσο γρήγορα ξημέρωσε!Νομίζω η μάγισσα τέτοια ώρα πέφτει για ύπνο.


Σα να΄χε βρει ξανά τον εαυτό της..